Αυτό δεν είναι ένα βιογραφικό. Είναι μια ειλικρινής προσπάθεια να πω με απλά λόγια, όχι τι έχω κάνει — αλλά ποιος νιώθω ότι είμαι.

Ποιος είμαι στ’ αλήθεια

Αν με ρωτούσες ποιος είμαι, δεν θα σου έδινα επαγγελματικό τίτλο. Ούτε θα μιλούσα για επιτυχίες ή καριέρες.
Θα σου έλεγα: είμαι ένας άνθρωπος που κάποια στιγμή αποφάσισε να κοιτάξει αλλιώς τη ζωή.

Από τον χώρο των επιχειρήσεων και της στρατηγικής, πέρασα στη σιωπή του φωτός και στο παιχνίδισμα της φαντασίας.
Άφησα τη θέση του Γενικού Διευθυντή και κατέβασα ταχύτητες. Όχι γιατί η ζωή μου ήταν λάθος, αλλά γιατί ήθελα να τη νιώσω αλλιώς.

Στη φωτογραφία δεν είδα απλώς εικόνες. Είδα ενέργεια.
Άρχισα να ερωτεύομαι την “κουνημένη” φωτογραφία — αυτή που ο θεατής απορρίπτει γιατί δεν του μοιάζει αληθινή. Κι όμως, εκεί βρήκα μιαν άλλη πραγματικότητα.
Δεν με ενδιέφερε πια η πιστή απεικόνιση του κόσμου. Με ενδιέφερε να παγιδέψω τον χρόνο, να ενώσω πολλαπλές στιγμές σε μία εικόνα.
Και έτσι, σιγά-σιγά, έφτιαξα κόσμους που μοιάζουν με όνειρο. Κόσμους στους οποίους η κίνηση γίνεται ψίθυρος, και η καθημερινότητα μετατρέπεται σε μια χορογραφία φωτός και ψυχής.

Το ίδιο και στη συγγραφή.
Η αναζήτηση της ψυχής δεν ήταν απλώς ιδέα — ήταν ανάγκη.
Το πρώτο μου μυθιστόρημα, «Αναζητώντας τα μονοπάτια της ψυχής», ήταν η προσπάθειά μου να δω βαθύτερα. Να πω ιστορίες που δεν είναι μόνο λέξεις, αλλά γέφυρες προς τον εσωτερικό μας κόσμο.
Η φράση του γέρου βαρκάρη από το μυθιστόρημα, συνοψίζει όλα όσα πιστεύω:
«Η ζωή δεν φτάνει μέχρι εκεί που βλέπει το μάτι σου, μήτε εκεί που σκέφτεται το μυαλό σου…»

Και μετά ήρθαν οι κόρες μου. Η Κοραλία και η Μελίτα.
Και μαζί τους, ο Πλουφ. Ένας βάτραχος, παιχνιδιάρης και τρυφερός, που έγινε καθρέφτης των πιο βαθιών μου πεποιθήσεων.
Μέσα από εκείνον, άρχισα να περνώ στα παιδιά τις αξίες που ήθελα να τους αφήσω: την αποδοχή, τη χαρά, τη φιλία, τη φαντασία, την αγάπη για τη ζωή.

Σήμερα, συνεχίζω αυτό το ταξίδι με την ίδια πίστη:
Ότι η τέχνη δεν είναι πολυτέλεια — είναι τρόπος ύπαρξης.